Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυτό πιά είναι

  • 1 роскошь

    θ.
    1. πολυτέλεια• λούσο• αίγλη• χλιδή•

    дама одетая с -ьго κυρία ντυμένη στα λούσια•

    вырасти в -и μεγαλώνω στην πολυτέλεια.

    2. βλάστηση πλούσια.
    3. θαύμα, πολύ εξαιρετικό•

    это вино роскошь -! αυτό το κρασί είναι βαϋ

    α,
    εκφρ.
    предметы -и – είδη πολυτέλειας•
    позволить себе роскошь – επιτρέπω στον εαυτό μου περ ιττότητες•
    это уж роскошь – αυτό πια είναι πολυτέλεια (περίσσιο).

    Большой русско-греческий словарь > роскошь

  • 2 слишком

    επίρ. πάρα πολύ, λίαν. || (με αριθμητικό)• (παρα)πάνω•

    он болел слишком три мсяча αυτός ήταν άρρωστος πάνω από τρεις μήνες.

    εκφρ.
    это (уж) слишком – αυτό πια είναι πάρα πολύ• τα παράκανε, το παραξήλωσε, ξεπερνάτα όρια.

    Большой русско-греческий словарь > слишком

  • 3 уже

    συγκρ. βαθμός του επ. узкий και του επίρ. узко.
    1. επίρ. πιά, ήδη, τώρα πιά, κιόλας•

    он уже не ребёнок τώρα πιά αυτός δεν είναι παιδάκι•

    фрукты уже созрели, τα φρούτα πια ωρίμασαν•

    уже три года, как он.умер πάνε πιά τρία χρόνια, που αυτός πέθανε.

    2. μόριο επιτακτικό• πια, ήδη, πλέον•

    он уже не вернтся αυτός δε θαγυρίσει πιά•

    это уже не шутка αυτό πια δεν είναι αστείο.

    Большой русско-греческий словарь > уже

  • 4 надобность

    θ.
    αναγκαιότητα, ανάγκη•

    надобность книги η αναγκαιότητα του βιβλίου•

    в этом нет никакой -и γι αυτό δεν είναι καμιά ανάγκη•

    по казнныой -и για υπηρεσιακούς λόγους•

    по минованию -и όταν πια δε θα υπάρχει ανάγκη ή δε χρειάζεται•

    смотря по -и κατά την ανάγκη•

    по мере -и όσο είναι ανάγκη, όσο χρειάζεται•

    крайняя надобность επιταχτική (απόλυτη) ανάγκη•

    в случае надобность σε περίπτωση•

    ое-νάγκης, εν ανάγκη, στην ανάγκη.

    Большой русско-греческий словарь > надобность

  • 5 нужно

    ну́жн||о
    предик безл
    1. (необходимо) πρέπει, χρειάζεται:
    мне \нужно идти πρέπει νά φύγω· мне \нужно идти на работу πρέπει νά πάω στή δουλειά·
    2. (требуется) εἶναι ἀναγκαίον:
    мне \нужно десять рублей χρειάζομαι δέκα ρούβλια· \нужно было видеть ее изумление! ἐπρεπε νά ίδείς τήν Εκπληξη της!· не \нужно так расстраиваться δέν πρέπει νά χολοσκάνετε τόσο· это мне теперь не \нужно αὐτό πιά δέν μοῦ χρειάζεται· очень (мне) \нужно! πολύ πού μοῦ χρειάζεται!.

    Русско-новогреческий словарь > нужно

  • 6 теперь

    επίρ.
    τώρα, αυτή τη στιγμή-
    это надо сделать теперь же αυτό πρέπει να γίνει τώρα δα•

    теперь уже поздно τώρα πια είναι αργά.

    || μετά, παρακάτω, σε συνέχεια•
    - перейдм ко второй το πρώτο πρόβλημα το λύσαμε, τώρα θα περάσομε στο δεύτερο.

    Большой русско-греческий словарь > теперь

  • 7 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 8 довольно

    επίρ.
    1. ικανοποιητικά, με ικανοποίηση•

    довольно улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση.

    2. (ως κατηγ.) είναι αρκετό•

    с тебя этого и довольно για σένα αυτό είναι αρκετό.

    3. αρκετά, επαρκώς•

    довольно поздно αρκετά αργά•

    довольно красивая αρκετά όμορφη•

    довольно хорошо αρκετά καλά•

    -молод αρκετά νέος•

    прошло уже довольно времени πέρασε πιά αρκετός καιρός.

    4. φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα•

    довольно бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνει! αρκετά!•

    довольно ли с вас этих денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν; σας αρκούν;•

    тушь за глаза довольно έχει αρκετή θαμπο-μάρα ή τυφλαμάρα•

    довольно об этом φτάνει γι' αυτό να μιλάμε σταμάτα την κουβέντα.

    Большой русско-греческий словарь > довольно

  • 9 мочь

    мочь I
    несов (быть в состоянии) μπορώ, δύναμαι:
    ничем не могу́ вам помочь δέν μπορώ νά σᾶς βοηθήσω σέ τίποτε· не могу́ понять δέν μπορώ νά καταλάβω· можете ли вы это сделать? Μπορείτε νά τό κάνετε αὐτό;· не могли́ бы вы...? δέν θά μπορούσατε νά...;· я ничего не могу́ сделать δέν μπορώ νά κάνω τίποτε· не могу́ поступить иначе δέν. μπορώ νά κάνω διαφορετικά· ◊ может быть, быть может ἰσως, μπορεί, πιθανόν, δνδεχόμενον может быть он уехал πιθανόν νά ἔφυγε· может быть я иеправ ίσως νά μήν ἔχω δίκαιο· не может быть! εἶναι ἀδύνατον!, δέν εἶναι δυνατόν!
    моч||ь II ж разг ἡ δύναμη [-ις], ἡ ἰσχύς:
    изо все́й \мочьн μ'όλα τά δυνατά, μ' ὅλη τή δύναμη, παντί σθένει· кричать изо всей \мочьи ξελαρυγγίζομαι νά φωνάζω· что есть \мочьи μ'ὅλες τίς δυνάμεις· \мочьи нет δέν ἀντέχω πιά, δέν βαστώ.

    Русско-новогреческий словарь > мочь

См. также в других словарях:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»